- χλοΐζω
- Ν [χλόη](αμτβ.) χλοάζω, πρασινίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χλοΐζω — βλ. χλοάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χλόισμα — το, Ν [χλοΐζω] πρασίνισμα από την βλάστηση … Dictionary of Greek
χλοάζω — και χλοΐζω είμαι ή γίνομαι χλοερός, χορταριάζω, πρασινίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)